1 διαγραφη
(τρόπος τῆς διαγραφῆς Plat.)
(αἱ ἐπὴ τοῖς πινακίοις διαγραφαί Plut.)
(αἱ ἀνατομαὴ διαγραφαί Arst.)
ποιεῖν τέν διαγραφέν ἑκατέρῳ τῶν εἴκοσι καὴ πέντε ταλάντων Polyb. — назначить обоим по 25 талантов
Древнегреческо-русский словарь > διαγραφη